Normal view MARC view ISBD view

Η πηγάδα : διηγήματα / Μάρω Δούκα.

By: Δούκα, Μάρω, 1947- [Author].
Material type: TextTextPublisher: Αθήνα: Κέδρος, [1982 εκτύπ.]Edition: 2η έκδ.Description: 145 σ. · 21 εκ.Subject(s): Νεοελληνική λογοτεχνία -- ΔιήγημαDDC classification: 889.3 Other classification: Δ/(ΕΛΛ)/ΔΟΥ Summary: Η πηγάδα: «Μια νύχτα του Αυγούστου έμεινε ξάγρυπνη, και το φεγγαράκι από ψηλά χάρτινο, διαβάζοντας τη Ρωμιοσύνη, ακούγοντας και ακούγοντας τον Όμηρο, τον μοναδικό της δίσκο στο πρώτο της πικάπ. Έπειτα πήρε τον δίσκο, τον έχωσε σε μια νάιλον σακούλα και τον έκρυψε κάτω από τη βάση του ψυγείου. Κοίταζε τα βιβλία της και δεν ήξερε πού να τα φυλάξει. Η μάνα της στο διπλανό δωμάτιο κοιμόταν. Ξημερώματα χτύπησε το κουδούνι. Έβγαλε το κεφάλι απ’ το παράθυρο, τους είδε. Όσο να ανέβουν τη μαρμάρινη σκάλα κι έπειτα τη στριφογυριστή μεταλλική της ταράτσα, πρόλαβε και είπε στη μάνα της να μην τρομάξει, έρχονται να με συλλάβουν, έχει όμως σημασία να μην τρομάξεις, σε παρακαλώ..." Κάτι άνθρωποι: "Είχε ψηλώσει το φεγγάρι κι η σκλόπα μπορεί κα να 'τονε καθισμένη στη μαδημένη τσανερικιά, ολοκάθαρα ηκούεταο το μοιρολόι της, κι αγρίευες μην κι είναι η κλαψιά της Αντωνάκαινας που εγίνηκε κι αυτή σκλόπα, όπως σ' εκείνη την παραλοή της μάνας με τη μοναχοθυγατέρα τη φεγγαρολουσμένη και με τους εννιά τους γιους..." Αθοπετού: "Σε κάθε γλώσσα, σε κάθε διάλεκτο, με φωνάζουν αλλιώς, κι έχουν σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό τη δική τους εκδοχή για 'μένα, ήμουν η απορριγμένη στις στάχτες, ώσπου μ' έκαναν το πασίγνωστο βελούδινο παραμύθι, κι ήρθε ο καιρός που δεν θέλω να είμαι η τυχερή του παραμυθιού. Θέλω να είμαι πεζοπόρος..."
Tags from this library: No tags from this library for this title. Log in to add tags.
    Average rating: 0.0 (0 votes)
Item type Current location Call number Copy number Status Barcode
Books Books Δημοτική Βιβλιοθήκη Ζωγράφου
Κεντρική Βιβλιοθήκη
889.3/ΔΟΥ (Browse shelf) 1 Available 4418

Το αντ.1 είναι αφιερωμένο στο Γιάννη Ρίτσο.

Η πηγάδα: «Μια νύχτα του Αυγούστου έμεινε ξάγρυπνη, και το φεγγαράκι από ψηλά χάρτινο, διαβάζοντας τη Ρωμιοσύνη, ακούγοντας και ακούγοντας τον Όμηρο, τον μοναδικό της δίσκο στο πρώτο της πικάπ. Έπειτα πήρε τον δίσκο, τον έχωσε σε μια νάιλον σακούλα και τον έκρυψε κάτω από τη βάση του ψυγείου. Κοίταζε τα βιβλία της και δεν ήξερε πού να τα φυλάξει. Η μάνα της στο διπλανό δωμάτιο κοιμόταν. Ξημερώματα χτύπησε το κουδούνι. Έβγαλε το κεφάλι απ’ το παράθυρο, τους είδε. Όσο να ανέβουν τη μαρμάρινη σκάλα κι έπειτα τη στριφογυριστή μεταλλική της ταράτσα, πρόλαβε και είπε στη μάνα της να μην τρομάξει, έρχονται να με συλλάβουν, έχει όμως σημασία να μην τρομάξεις, σε παρακαλώ..."
Κάτι άνθρωποι: "Είχε ψηλώσει το φεγγάρι κι η σκλόπα μπορεί κα να 'τονε καθισμένη στη μαδημένη τσανερικιά, ολοκάθαρα ηκούεταο το μοιρολόι της, κι αγρίευες μην κι είναι η κλαψιά της Αντωνάκαινας που εγίνηκε κι αυτή σκλόπα, όπως σ' εκείνη την παραλοή της μάνας με τη μοναχοθυγατέρα τη φεγγαρολουσμένη και με τους εννιά τους γιους..."
Αθοπετού: "Σε κάθε γλώσσα, σε κάθε διάλεκτο, με φωνάζουν αλλιώς, κι έχουν σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό τη δική τους εκδοχή για 'μένα, ήμουν η απορριγμένη στις στάχτες, ώσπου μ' έκαναν το πασίγνωστο βελούδινο παραμύθι, κι ήρθε ο καιρός που δεν θέλω να είμαι η τυχερή του παραμυθιού. Θέλω να είμαι πεζοπόρος..."

There are no comments for this item.

Log in to your account to post a comment.