Normal view MARC view ISBD view

Μακρινό μοναχικό φεγγάρι : διηγήματα / Κώστα Ε.Τσιρόπουλου.

By: Τσιρόπουλος, Κώστας Ε, 1930-2017 [Author].
Material type: TextTextPublisher: Αθήνα: Οι Εκδόσεις Των Φίλων, 1972Description: 145 σ. · 21 εκ.Subject(s): Νεοελληνική λογοτεχνία -- ΔιήγημαDDC classification: 889.3 Summary: Τώρα πια δεν έπρεπε να κελαηδούνε πουλιά. Κι όμως τα πουλιά κελαηδούσαν. Κάθε πρωί στον ευκάλυπτο της αυλής μαζεύονταν αναρίθμητα και τραμπαλίζονταν στα κλαδιά με μια ξεγνοιασιά, τ' αθεόφοβα! Η φύση είναι αδιάφορη στα παθήματά μας. Αστράφτει ο ήλιος κι ας γκρεμίζεται ο κόσμος στο θάνατο. Ήλιος και θάνατος κάνουν τη δουλειά τους, ενώ εμείς υποφέρουμε. Το σύμπαν θρηνεί όταν μέσα σου αχτιδοβολεί χαρά. Εσύ ευτυχείς και τα θηρία αλληλοσπαράζονται, τα νέα βλαστάρια ανθοφορούν, πεθαίνουν οι πεταλούδες, γεννούν οι μέλισσες, σκοτώνονται οι άνθρωποι. Ο Γιόχαν δεν είχε τίποτα να χάσει όταν ένα πρωί έκοψαν το κεφάλι της ελευθερίας. Ποιος ενδιαφερόταν για τις χτένες, τα ψαλίδια του, τα ξυράφια, τις κολώνιες του; Άλλωστε, μια ελευθερία τόσο αυθάδης, έμοιαζε πώς ήθελε να φάει το κεφάλι της. Στο κουρείο του το συζητούσαν, έλεγαν πως σ' αυτό τον θάνατο είχαν συνεργήσει όλοι οι μεγάλοι, βοηθημένοι απ' τους μικρούς. Ο Γιόχαν σώπαινε. Η μόνη του φροντίδα ήταν να κουρεύει και να ξυρίζει προσεχτικά, να κάνει τον κόσμο καθαρό και ταχτικό. Ήξερε την τέχνη του καλά, ένιωθε την δύναμη και την αξιοσύνη των χεριών του, τα σύνεργα πειθαρχούσαν απόλυτα στα δάχτυλά του. Κάποτε-κάποτε είχε τον πειρασμό να μεταφερθεί σε μια συνοικία αριστοκρατική. -Δε σου λείπει τίποτα για να γίνεις κουρέας ονομαστός, του είπε μια μέρα ο πανέξυπνος Φριτς. [...] Ο Γιόχαν δεν τ' αποφάσιζε. [...] Ήταν η επόμενη του πραξικοπήματος. Όλοι βυθισμένοι σε σκιά και φόβο. Κανείς δεν ήξερε τι θα γινόταν. Θα σκοτώνονταν όλοι, θα έπεφτε πείνα, θα ξημέρωνε μέρα καλύτερη ή μήπως η ζωή είχε πια περατωθεί; Στο κουρείο κανείς δε μιλούσε καθαρά, κι όσες φράσεις ακούγονταν ήταν παράταιρες, εξαρθρωμένες. Λόγια δαγκωμένα, φυσιογνωμίες ανεξιχνίαστες, για πρώτη φορά δεν κολλούσαν στα χέρια του τα πρόσωπα των πελατών του, κάποιοι γνωστοί είχαν εξαφανιστεί, κανείς όμως δεν το συζητούσε. Ολόκληρη η ζωή, ένας χοντρός, απαίσιος κόμπος. Και μέσα σ' εκείνο τον κόμπο, το κορίτσι του αντικρυνού σπιτιού που έπαψε να βγαίνει στο μπαλκόνι, να ταράζει την καρδιά του. Την επόμενη, λοιπόν, του πραξικοπήματος ήρθε στο κουρείο του ένας ανθυπολοχαγός. Στάθηκε στο κέντρο ανάμεσα στους καθρέφτες, κοιτάχτηκε με κάποιο θαυμασμό, ίσως και φόβο. Κανείς δεν μίλησε, όμως ο Γιόχαν ένιωσε όλα να παγώνουν, να ξυλιάζουν. Τότε κείνος στράφηκε προς το μέρος του, ρώτησε αν ήταν αυτός και με κάποιο νεύρο του είπε να τον ακολουθήσει αμέσως. Θα σωριαζόταν κάτω αν ο ανθυπολοχαγός δεν συνέχιζε: -Όχι, όχι έτσι! Πάρε τα εργαλεία μαζί σου... τα καλύτερα εργαλεία.. (Του έριξε μια ματιά εξεταστική, είδε την ώχρα απλωμένη στο πρόσωπό του, τα χείλη του να τρέμουν φύλλα ξερά, χαμογέλασε περιπαιχτικά). Θα περιποιηθείς σήμερα τον πιο σπουδαίο άνθρωπο της χώρας: τον ήρωα της ημέρας, που μας έσωσε... που σας έσωσε! κι έφερε τη ματιά του ένα γύρο στο μαγαζί, στον βοηθό του, στο παιδί, στους πελάτες. [...]
Tags from this library: No tags from this library for this title. Log in to add tags.
    Average rating: 0.0 (0 votes)
Item type Current location Call number Copy number Status Barcode
Books Books Δημοτική Βιβλιοθήκη Ζωγράφου
Κεντρική Βιβλιοθήκη
889.3/ΤΣΙ (Browse shelf) 1 Available 486

Το αντ.2, της συλλογής Πρεβελάκη, περιέχει αφιέρωση του συγγραφέα.

Το αντ.1 της βιβλιοθήκης Merlier περιέχει αφιέρωση του συγγραφέα.

Τώρα πια δεν έπρεπε να κελαηδούνε πουλιά. Κι όμως τα πουλιά κελαηδούσαν. Κάθε πρωί στον ευκάλυπτο της αυλής μαζεύονταν αναρίθμητα και τραμπαλίζονταν στα κλαδιά με μια ξεγνοιασιά, τ' αθεόφοβα!
Η φύση είναι αδιάφορη στα παθήματά μας. Αστράφτει ο ήλιος κι ας γκρεμίζεται ο κόσμος στο θάνατο. Ήλιος και θάνατος κάνουν τη δουλειά τους, ενώ εμείς υποφέρουμε. Το σύμπαν θρηνεί όταν μέσα σου αχτιδοβολεί χαρά. Εσύ ευτυχείς και τα θηρία αλληλοσπαράζονται, τα νέα βλαστάρια ανθοφορούν, πεθαίνουν οι πεταλούδες, γεννούν οι μέλισσες, σκοτώνονται οι άνθρωποι.
Ο Γιόχαν δεν είχε τίποτα να χάσει όταν ένα πρωί έκοψαν το κεφάλι της ελευθερίας. Ποιος ενδιαφερόταν για τις χτένες, τα ψαλίδια του, τα ξυράφια, τις κολώνιες του; Άλλωστε, μια ελευθερία τόσο αυθάδης, έμοιαζε πώς ήθελε να φάει το κεφάλι της.
Στο κουρείο του το συζητούσαν, έλεγαν πως σ' αυτό τον θάνατο είχαν συνεργήσει όλοι οι μεγάλοι, βοηθημένοι απ' τους μικρούς. Ο Γιόχαν σώπαινε. Η μόνη του φροντίδα ήταν να κουρεύει και να ξυρίζει προσεχτικά, να κάνει τον κόσμο καθαρό και ταχτικό. Ήξερε την τέχνη του καλά, ένιωθε την δύναμη και την αξιοσύνη των χεριών του, τα σύνεργα πειθαρχούσαν απόλυτα στα δάχτυλά του. Κάποτε-κάποτε είχε τον πειρασμό να μεταφερθεί σε μια συνοικία αριστοκρατική.
-Δε σου λείπει τίποτα για να γίνεις κουρέας ονομαστός, του είπε μια μέρα ο πανέξυπνος Φριτς. [...] Ο Γιόχαν δεν τ' αποφάσιζε. [...]
Ήταν η επόμενη του πραξικοπήματος. Όλοι βυθισμένοι σε σκιά και φόβο. Κανείς δεν ήξερε τι θα γινόταν. Θα σκοτώνονταν όλοι, θα έπεφτε πείνα, θα ξημέρωνε μέρα καλύτερη ή μήπως η ζωή είχε πια περατωθεί; Στο κουρείο κανείς δε μιλούσε καθαρά, κι όσες φράσεις ακούγονταν ήταν παράταιρες, εξαρθρωμένες. Λόγια δαγκωμένα, φυσιογνωμίες ανεξιχνίαστες, για πρώτη φορά δεν κολλούσαν στα χέρια του τα πρόσωπα των πελατών του, κάποιοι γνωστοί είχαν εξαφανιστεί, κανείς όμως δεν το συζητούσε. Ολόκληρη η ζωή, ένας χοντρός, απαίσιος κόμπος. Και μέσα σ' εκείνο τον κόμπο, το κορίτσι του αντικρυνού σπιτιού που έπαψε να βγαίνει στο μπαλκόνι, να ταράζει την καρδιά του.
Την επόμενη, λοιπόν, του πραξικοπήματος ήρθε στο κουρείο του ένας ανθυπολοχαγός. Στάθηκε στο κέντρο ανάμεσα στους καθρέφτες, κοιτάχτηκε με κάποιο θαυμασμό, ίσως και φόβο. Κανείς δεν μίλησε, όμως ο Γιόχαν ένιωσε όλα να παγώνουν, να ξυλιάζουν. Τότε κείνος στράφηκε προς το μέρος του, ρώτησε αν ήταν αυτός και με κάποιο νεύρο του είπε να τον ακολουθήσει αμέσως.
Θα σωριαζόταν κάτω αν ο ανθυπολοχαγός δεν συνέχιζε:
-Όχι, όχι έτσι! Πάρε τα εργαλεία μαζί σου... τα καλύτερα εργαλεία.. (Του έριξε μια ματιά εξεταστική, είδε την ώχρα απλωμένη στο πρόσωπό του, τα χείλη του να τρέμουν φύλλα ξερά, χαμογέλασε περιπαιχτικά). Θα περιποιηθείς σήμερα τον πιο σπουδαίο άνθρωπο της χώρας: τον ήρωα της ημέρας, που μας έσωσε... που σας έσωσε! κι έφερε τη ματιά του ένα γύρο στο μαγαζί, στον βοηθό του, στο παιδί, στους πελάτες. [...]

There are no comments for this item.

Log in to your account to post a comment.