Άνθρωποι και σπίτια : μυθιστόρημα / Αντρέας Φραγκιάς.
By: Φραγκιάς, Αντρέας [Author].
Material type: TextPublisher: Αθήνα: Κέδρος, [1982 εκτύπ.]Edition: 9η έκδ.Description: 335 σ. · 21 εικ.Subject(s): Νεοελληνική λογοτεχνία -- ΜυθιστόρημαDDC classification: 889.3 Other classification: Μ/(ΕΛΛ)/ΦΡΑ Summary: Το μεγάφωνο πούναι δω, στο τέρμα των λεωφορείων, παίζει απ' το μεσημέρι. Τ' αυτοκίνητα αδειάζουνε τον κόσμο στην πλατεία κι' ύστερα περιμένουνε, πιο κάτω, να γεμίσουνε με τη σειρά. Ο Αργύρης γλύφει το σιρόπι στα χείλια του κι' ούτε νοιάζεται που ο ήλιος τούρχεται κατάμουτρα και τον κάνει να ζαρώνει τα μάτια. Το ζαχαρωμένο ζουμί έτρεξε στο σαγώνι του, κόλησε στα δόντια κι' αυτός σκουπίστηκε και φώναξε όπως όλοι οι άνθρωποι: "Ένα νερό, σε παρακαλώ". Η φωνή του, όμως, πνίγηκε στο τραγούδι του μεγάφωνου και στη φασαρία του κόσμου, κι' έμεινε έτσι, να γλύφεται, με μια λιγούρα που του στέγνωνε το σάλιο. Είναι κι' αυτή η ζαλάδα του απομεσήμερου με τον πολύ κόσμο που περπατάει στην άσφαλτο, με τον ήλιο που στάθηκε αντίκρυ, σα να μην έχει σκοπό να βασιλέψει, με τ' αυτοκίνητα και τα τραγούδια. Ο Αργύρης πρέπει να ψάχνει και να κοιτάει έναν - έναν τους περαστικούς, όλους που βολτάρουνε στην πλατεία κι' όσους κάθονται στο καφενείο. Πρέπει ακόμα να κάθεται μπροστά, άκρη - άκρη στο πεζοδρόμιο, για να τον δει αμέσως κείνος που περιμένει να περάσει. [...]Item type | Current location | Call number | Copy number | Status | Barcode |
---|---|---|---|---|---|
Books | Δημοτική Βιβλιοθήκη Ζωγράφου Κεντρική Βιβλιοθήκη | 889.3/ΦΡΑ (Browse shelf) | 1 | Available | 4388 |
Το μεγάφωνο πούναι δω, στο τέρμα των λεωφορείων, παίζει απ' το μεσημέρι. Τ' αυτοκίνητα αδειάζουνε τον κόσμο στην πλατεία κι' ύστερα περιμένουνε, πιο κάτω, να γεμίσουνε με τη σειρά. Ο Αργύρης γλύφει το σιρόπι στα χείλια του κι' ούτε νοιάζεται που ο ήλιος τούρχεται κατάμουτρα και τον κάνει να ζαρώνει τα μάτια. Το ζαχαρωμένο ζουμί έτρεξε στο σαγώνι του, κόλησε στα δόντια κι' αυτός σκουπίστηκε και φώναξε όπως όλοι οι άνθρωποι: "Ένα νερό, σε παρακαλώ". Η φωνή του, όμως, πνίγηκε στο τραγούδι του μεγάφωνου και στη φασαρία του κόσμου, κι' έμεινε έτσι, να γλύφεται, με μια λιγούρα που του στέγνωνε το σάλιο. Είναι κι' αυτή η ζαλάδα του απομεσήμερου με τον πολύ κόσμο που περπατάει στην άσφαλτο, με τον ήλιο που στάθηκε αντίκρυ, σα να μην έχει σκοπό να βασιλέψει, με τ' αυτοκίνητα και τα τραγούδια. Ο Αργύρης πρέπει να ψάχνει και να κοιτάει έναν - έναν τους περαστικούς, όλους που βολτάρουνε στην πλατεία κι' όσους κάθονται στο καφενείο. Πρέπει ακόμα να κάθεται μπροστά, άκρη - άκρη στο πεζοδρόμιο, για να τον δει αμέσως κείνος που περιμένει να περάσει. [...]
There are no comments for this item.