Normal view MARC view ISBD view

Ο διάβολος με το κηροπήγιο / Τάσος Λειβαδίτης.

By: Λειβαδίτης, Τάσος, 1921-1988 [Author].
Material type: TextTextPublisher: Αθήνα: Κέδρος, [1975 εκτύπ.]Edition: 3η έκδ.Description: 31 σ. · 24 εκ.Subject(s): Νεοελληνική λογοτεχνία -- ΠοίησηDDC classification: 889.1 Summary: Καμιά φορά εκεί που μιλάω, λύνομαι, ξαφνικά, στα γέλια γιατί εγώ πέθανα δώδεκα χρονών. Θυμάμαι, με λεπτομέρειες, την κηδεία, ο πατέρας έπινε, η μητέρα θρηνούσε, ο μεγάλος αδερφός είχε πάει στον κινηματογράφο κι εγώ, κακομοιριασμένος, μες στο φέρετρό μου, συλλογιζόμουν το βρα- δινό οικογενειακό συμβούλιο και την άσεμνη στάση που μας είχαν βρει με τoν ξάδερφό μου. Γι' αυτό, σας λέω, να μπορούσε να σηκώσει κανείς, μια νύχτα, όλη τη λη- σμονιά απ' τα φτωχά καπέλλα, να ζήσει τρώγοντας τις γάζες στους παλιούς σταθμούς, να φτιάξει μια πολυθρόνα για τα εγκαταλελειμμένα μήλα, ή να κλάψει τόσο που να κουδουνίσει, ξανά, το μικρό ρολογάδικο του παπ- πού - και πες στους φίλους μας που έχασαν την αιωνιότητα, μονάχα εκείνοι που έπαψαν να τη θυμούνται... Τώρα, οι κρεμασμένοι ανεβαίνουν με το ασανσέρ, κανείς δεν τους προσέ- χει, κι η γριά ψαρεύει μες στις φακές της παλιούς πνιγμένους. Και, καμμιά φορά, κάποιος αργοπορημένος, τη νύχτα, βλεπει μέσα σ' ένα ξεκοιλιασμένο σκυλί τις περγαμηνές με τους τίτλους μας.
Tags from this library: No tags from this library for this title. Log in to add tags.
    Average rating: 0.0 (0 votes)
Item type Current location Call number Copy number Status Barcode
Books Books Δημοτική Βιβλιοθήκη Ζωγράφου
Κεντρική Βιβλιοθήκη
889.1/ΛΕΙ (Browse shelf) 1 Available 444

Καμιά φορά εκεί που μιλάω, λύνομαι, ξαφνικά, στα γέλια
γιατί εγώ πέθανα δώδεκα χρονών. Θυμάμαι, με λεπτομέρειες, την κηδεία,
ο πατέρας έπινε, η μητέρα θρηνούσε, ο μεγάλος αδερφός είχε πάει στον
κινηματογράφο
κι εγώ, κακομοιριασμένος, μες στο φέρετρό μου, συλλογιζόμουν το βρα-
δινό οικογενειακό συμβούλιο
και την άσεμνη στάση που μας είχαν βρει με τoν ξάδερφό μου.

Γι' αυτό, σας λέω, να μπορούσε να σηκώσει κανείς, μια νύχτα, όλη τη λη-
σμονιά
απ' τα φτωχά καπέλλα, να ζήσει τρώγοντας τις γάζες στους παλιούς
σταθμούς,
να φτιάξει μια πολυθρόνα για τα εγκαταλελειμμένα μήλα,
ή να κλάψει τόσο που να κουδουνίσει, ξανά, το μικρό ρολογάδικο του παπ-
πού - και πες στους φίλους μας
που έχασαν την αιωνιότητα, μονάχα εκείνοι που έπαψαν να τη θυμούνται...

Τώρα, οι κρεμασμένοι ανεβαίνουν με το ασανσέρ, κανείς δεν τους προσέ-
χει, κι η γριά ψαρεύει μες στις φακές της
παλιούς πνιγμένους. Και, καμμιά φορά, κάποιος αργοπορημένος, τη
νύχτα, βλεπει μέσα σ' ένα ξεκοιλιασμένο σκυλί
τις περγαμηνές με τους τίτλους μας.

There are no comments for this item.

Log in to your account to post a comment.