Normal view MARC view ISBD view

Η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα / Δημήτρης Φωτιάδης.

By: Φωτιάδης, Δημήτρης, 1898-1988 [Author].
Material type: TextTextPublisher: Αθήνα: Δωρικός, 1979Edition: 8η έκδ.Description: 413 σ. · 25 εκ.Subject(s): Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος, 1770-1843 -- Δίκες | Πλαπούτας, Δημήτριος, 1786-1864 -- Δίκες | Αγωνιστές του 1821 | Ελλάς -- Ιστορία -- 1833-1835DDC classification: 938.62 Summary: Σίμωναν τα μεσάνυχτα 6 με 7 του Σεπτέμβρη 1833. Η πόρτα της Ξηράς του κάστρου τ' Αναπλιού άνοιξε για ν' αφήσει να περάσει ο μοίραρχος Κλεώπας με σαράντα χωροφύλακες αρματωμένους ως τα δόντια. Τράβαγαν προσεχτικά κι αμίλητοι μην τυχόν και δεν πετύχουν το σκοπό τους. Πάγαιναν να πιάσουν το μεγαλύτερο κακούργο του τόπου μας, που τις εικόνες του θα τις βρεις τώρα κρεμασμένες σ' όλα τα σχολειά μας και τ' αγάλματά του στημένα στις πλατείες μας· τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη. Λίγο παραέξω από τ' Ανάπλι, στην Πρόνοια, στο Κιολού τεπέ, όπως λεγόταν το μέρος στα χρόνια της Τουρκίας, είχε ο Γέρος ένα περιβόλι κοντά στην εκκλησιά του Άη Θόδωρου, που ο ίδιος την έχτισε. Σ' αυτό, σε ταπεινό χωριάτικο σπιτάκι, αποτραβήχτηκε ο στρατάρχης του μεγάλου αγώνα, όταν ήρθαν οι Μπαβαρέζοι και κατάλαβε πως δεν τον γούστερναν. "Όσον ημπόρεσα" λέει στ' απομνημονεύματα του που υπαγόρεψε στον Τερτσέτη "έκαμα το χρέος μου εις την πατρίδα μου και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα μου ελεύθερη, είδα εκείνο οπού ποθούσα και εγώ και ο πατέρας μου και ο πάππος μου και όλη η γενεά μου, καθώς και όλοι οι Έλληνες. Απεφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, οπού είχα έξω από τ' Ανάπλι. Επήγα, εκάθισα και απερνούσα τον καιρό μου καλλιεργώντας, και ευχαριστούμην να βλέπω να προοδεύουν τα μικρά φυτά οπού εφύτευα". Στο φτωχοκάλυβό του, που μήτε απ' αυτό μήτε από το περιβόλι δεν απομένει πια τίποτις, καθόταν κατάμονος ο Γέρος, γιατί σαν ήρθε πριν από λίγους μήνες ο Όθωνας σκόρπισε και τους αξιωματικούς του, και τους αρματωμένους της φρουράς του, και τους γραμματικούς του κι αυτόν ακόμα τον Μίτζα, το παλικάρι που απ' την αρχή του σηκωμού τον ακολούθησε παντού σαν τη σκιά του. -Παγαίνεται στο καλό, τους είπε, και να καθήσετε ήσυχοι στα σπίτια σας. Τώρα που ήρθε ο βασιλιάς θα γνωρίσει τους ανθρώπους και τα πράματα του τόπου μας και θ' ανταμείψει τον καθένα κατά τις πράξεις και τη δούλεψή του. Κείνο λοιπόν το βράδι είχε φτάσει για τον Κολοκοτρώνη η ώρα της ανταμοιβής... [...]
Tags from this library: No tags from this library for this title. Log in to add tags.
    Average rating: 0.0 (0 votes)
Item type Current location Call number Copy number Status Barcode
Books Books Δημοτική Βιβλιοθήκη Ζωγράφου
Διαφύλαξη
938.62/ΦΩΤ (Browse shelf) 1 Available 4903

Βιβλιογραφία: σ. 412-413.

Σίμωναν τα μεσάνυχτα 6 με 7 του Σεπτέμβρη 1833. Η πόρτα της Ξηράς του κάστρου τ' Αναπλιού άνοιξε για ν' αφήσει να περάσει ο μοίραρχος Κλεώπας με σαράντα χωροφύλακες αρματωμένους ως τα δόντια. Τράβαγαν προσεχτικά κι αμίλητοι μην τυχόν και δεν πετύχουν το σκοπό τους. Πάγαιναν να πιάσουν το μεγαλύτερο κακούργο του τόπου μας, που τις εικόνες του θα τις βρεις τώρα κρεμασμένες σ' όλα τα σχολειά μας και τ' αγάλματά του στημένα στις πλατείες μας· τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη.
Λίγο παραέξω από τ' Ανάπλι, στην Πρόνοια, στο Κιολού τεπέ, όπως λεγόταν το μέρος στα χρόνια της Τουρκίας, είχε ο Γέρος ένα περιβόλι κοντά στην εκκλησιά του Άη Θόδωρου, που ο ίδιος την έχτισε. Σ' αυτό, σε ταπεινό χωριάτικο σπιτάκι, αποτραβήχτηκε ο στρατάρχης του μεγάλου αγώνα, όταν ήρθαν οι Μπαβαρέζοι και κατάλαβε πως δεν τον γούστερναν. "Όσον ημπόρεσα" λέει στ' απομνημονεύματα του που υπαγόρεψε στον Τερτσέτη "έκαμα το χρέος μου εις την πατρίδα μου και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα μου ελεύθερη, είδα εκείνο οπού ποθούσα και εγώ και ο πατέρας μου και ο πάππος μου και όλη η γενεά μου, καθώς και όλοι οι Έλληνες. Απεφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, οπού είχα έξω από τ' Ανάπλι. Επήγα, εκάθισα και απερνούσα τον καιρό μου καλλιεργώντας, και ευχαριστούμην να βλέπω να προοδεύουν τα μικρά φυτά οπού εφύτευα".
Στο φτωχοκάλυβό του, που μήτε απ' αυτό μήτε από το περιβόλι δεν απομένει πια τίποτις, καθόταν κατάμονος ο Γέρος, γιατί σαν ήρθε πριν από λίγους μήνες ο Όθωνας σκόρπισε και τους αξιωματικούς του, και τους αρματωμένους της φρουράς του, και τους γραμματικούς του κι αυτόν ακόμα τον Μίτζα, το παλικάρι που απ' την αρχή του σηκωμού τον ακολούθησε παντού σαν τη σκιά του.
-Παγαίνεται στο καλό, τους είπε, και να καθήσετε ήσυχοι στα σπίτια σας. Τώρα που ήρθε ο βασιλιάς θα γνωρίσει τους ανθρώπους και τα πράματα του τόπου μας και θ' ανταμείψει τον καθένα κατά τις πράξεις και τη δούλεψή του.
Κείνο λοιπόν το βράδι είχε φτάσει για τον Κολοκοτρώνη η ώρα της ανταμοιβής... [...]

There are no comments for this item.

Log in to your account to post a comment.