Normal view MARC view ISBD view

Η χολεριασμένη: και άλλα διηγήματα / Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

By: Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος, 1851-1911 [Author].
Material type: TextTextPublisher: Αθήνα: Ελευθερουδάκης: Νίκας, [Χ.Χ.]Description: 197 σ. · 21 εκ.Subject(s): Νεοελληνική λογοτεχνία -- ΔιήγημαDDC classification: 889.3 Other classification: Δ/(ΕΛΛ)/ΠΑΠ Summary: Τὴν κατωτέρω διήγησιν, καθὼς καὶ τὴν ἄλλην, τὴν ἐπιγραφομένην «Τὸ Θαῦμα τῆς Καισαριανῆς», ἤκουσα ἐκ στόματος τῆς παθούσης, ἥτις εἶναι ἡ κυρα-Ρήνη Ἐλευθέραινα, τοῦ ποτὲ Ροδίτη, σεβασμία γερόντισσα Ἀθηναία. “Μὲ εἶχαν παραιτήσει ὅλοι οἱ δικοί μου, ὁ ἄνδρας μου, ὅπως κι ὁ ἀδερφός μου… Εἶχα πανδρευθῆ μικρή, μ᾽ αὐτὸν τὸν μπαρμπα-Λευθέρη, ποὺ βλέπεις, ποὺ κοντεύει τώρα τὰ ὀγδονταπέντε. Θὰ ἦτον ὣς εἴκοσι χρόνια μεγαλύτερος ἀπὸ μένα. Τόσο μικρὴ καὶ τόσο ἄκακη καὶ ἄγνωστη* ἤμουν, κορίτσι δεκατριῶν χρονῶν. Ἐκεῖνος μ᾽ ἔπαιρνε στὰ γόνατά του, καὶ μ᾽ ἐφίλευε καραμέλες. Θὰ ἦτον τριαντάρης τότε. Ἐγὼ οὔτε ἰδέαν εἶχα ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ πράγματα. Σὰν ἦρθε ἡ φοβερὴ χρονιά, ποὺ ἔφερε τὴν κατοχὴ τῶν Ἀγγλογάλλων καὶ τὴν χολέρα· ποὺ βάσταξε τρεῖς μῆνες, κ᾽ ἔπαψε τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη λιτανεία καὶ δέηση ποὺ ἔκαμε ὁ λαὸς μὲ τοὺς παπάδες, μὲ τὰ εἰκονίσματα, μὲ Σταυροὺς καὶ μὲ ξεφτέρια· κ᾽ οἱ Ἀγγλογάλλοι φοβέριζαν τὸν βασιλιά μας, τὸν Ὄθωνα, κ᾽ ἐκεῖνος ἦτον κλεισμένος στὸ Παλάτι, μόνο γιὰ νὰ παρηγορῇ τὸν λαὸ ἔβγαινε, καὶ δὲν τὸ κούνησε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, μ᾽ ὅλη τὴν χολέρα καὶ τὸ θανατικό. Κ᾽ ἔβγαιναν τὸν ἀνήφορο οἱ Ἀγγλογάλλοι, πλῆθος πολύ, καβαλαρία, Δραγῶνοι τοὺς λέγανε, καὶ φαντάροι, ποὺ φοροῦσαν κάτι πουτούρια*, καὶ τοὺς λέγανε Ζουάβους· κι ἄλλοι μὲ κατακόκκινες γιακέτες, κάτι φοβεροί, θεόρατοι, ἄνδρες ὣς κεῖ πάνω, μὲ ἄντζες γυμνές, ποὺ φοροῦσαν κάτι σὰ φουστανέλες· κ᾽ ἔβγαιναν κατὰ τὴν πλατέα, κ᾽ ἐφοβέριζαν τὸν Ὄθωνα. Κι ὅσο τὸν ἐφοβέριζαν οἱ Ἀγγλογάλλοι, τόσο τὸν ἀγαποῦσε ὁ λαός. Κι ὁ βασιλιὰς ἐπονοῦσε τὸν λαό, κ᾽ ἐσκορποῦσε ἐλέη καὶ ψυχικὰ πολλὰ ἀπ᾽ τὸ Παλάτι. Σὰν ἦρθε ἡ χρονιὰ ἐκείνη, ἐμεῖς ἤμαστε πανδρεμένοι τρία χρόνια μπροστά. Ὁ μπαρμπα-Λευθέρης μὲ τὶς καραμέλες μὲ εἶχε καταφέρει. Θὰ ἤμουν δεκαπέντε, ἂς ἤμουν, τὸ πολύ, δεκάξι χρονῶν, ὅταν ἔγινε ἡ στεφάνωση. Ἐκεῖνος θὰ ἦτον παραπάνω ἀπὸ τριάντα. Τότε, σὰν ἦρθε τὸ κακό, χολεριάσθηκα κ᾽ ἐγώ. Εἶχα γεννήσει ὀλίγους μῆνες μπροστὰ τὴν μοναχοκόρη, τὴν Κατίγκω μου, αὐτὴ ποὺ βλέπεις. Σὰν μ᾽ ἔπιασαν οἱ ἐμετοί, καὶ τ᾽ ἄλλα τὰ συπτώματα, Θεὸς νὰ φυλάῃ ―μακριὰ ἀπὸ σᾶς― ὁ Λευθέρης, αὐτὸς ποὺ βλέπεις, μ᾽ ἀπαράτησε κ᾽ ἔγινε ἄφαντος. Πέρασαν πολλὲς ὧρες καὶ δὲν ἐφάνη. Ὁ ἀδερφός μου ὁ Θύμιος, κι αὐτός, οὔτε θέλησε νὰ μὲ ζυγώσῃ. Ἐκαθόμουν στὴν ἐνορία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σ᾽ ἕνα στενὸ σοκάκι, στὴν Ἀκρόπολη ἀποκάτω. Εἶχα τὸ παιδὶ στὴν κούνια, κ᾽ ἔκλαιε. Ἐγὼ ὑπόφερνα ἀπ᾽ τοὺς πόνους τῆς ἀρρώστιας, κ᾽ ἐδίψαγα φοβερά. Ἐφώναζα νά ᾽ρθῃ κανένας. Ἐζητοῦσα ἕνα ποτήρι νερὸ γιὰ ἔλεος. Κανένας δὲν ἤρχετο. Οἱ γειτόνισσες, ἄλλες εἶχαν φύγει, μὲ τὴν ὥρα τους, στὴν ἐξοχή, κι ἄλλες ἔκαναν τὸν κουφὸ καὶ δὲν ἄκουαν.[...]
Tags from this library: No tags from this library for this title. Log in to add tags.
    Average rating: 0.0 (0 votes)
Item type Current location Call number Copy number Status Barcode
Books Books Δημοτική Βιβλιοθήκη Ζωγράφου
Κεντρική Βιβλιοθήκη
889.3/ΠΑΠ (Browse shelf) 1 Available 10616

Τὴν κατωτέρω διήγησιν, καθὼς καὶ τὴν ἄλλην, τὴν ἐπιγραφομένην «Τὸ Θαῦμα τῆς Καισαριανῆς», ἤκουσα ἐκ στόματος τῆς παθούσης, ἥτις εἶναι ἡ κυρα-Ρήνη Ἐλευθέραινα, τοῦ ποτὲ Ροδίτη, σεβασμία γερόντισσα Ἀθηναία.

“Μὲ εἶχαν παραιτήσει ὅλοι οἱ δικοί μου, ὁ ἄνδρας μου, ὅπως κι ὁ ἀδερφός μου… Εἶχα πανδρευθῆ μικρή, μ᾽ αὐτὸν τὸν μπαρμπα-Λευθέρη, ποὺ βλέπεις, ποὺ κοντεύει τώρα τὰ ὀγδονταπέντε. Θὰ ἦτον ὣς εἴκοσι χρόνια μεγαλύτερος ἀπὸ μένα.

Τόσο μικρὴ καὶ τόσο ἄκακη καὶ ἄγνωστη* ἤμουν, κορίτσι δεκατριῶν χρονῶν. Ἐκεῖνος μ᾽ ἔπαιρνε στὰ γόνατά του, καὶ μ᾽ ἐφίλευε καραμέλες. Θὰ ἦτον τριαντάρης τότε. Ἐγὼ οὔτε ἰδέαν εἶχα ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ πράγματα.

Σὰν ἦρθε ἡ φοβερὴ χρονιά, ποὺ ἔφερε τὴν κατοχὴ τῶν Ἀγγλογάλλων καὶ τὴν χολέρα· ποὺ βάσταξε τρεῖς μῆνες, κ᾽ ἔπαψε τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη λιτανεία καὶ δέηση ποὺ ἔκαμε ὁ λαὸς μὲ τοὺς παπάδες, μὲ τὰ εἰκονίσματα, μὲ Σταυροὺς καὶ μὲ ξεφτέρια· κ᾽ οἱ Ἀγγλογάλλοι φοβέριζαν τὸν βασιλιά μας, τὸν Ὄθωνα, κ᾽ ἐκεῖνος ἦτον κλεισμένος στὸ Παλάτι, μόνο γιὰ νὰ παρηγορῇ τὸν λαὸ ἔβγαινε, καὶ δὲν τὸ κούνησε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, μ᾽ ὅλη τὴν χολέρα καὶ τὸ θανατικό. Κ᾽ ἔβγαιναν τὸν ἀνήφορο οἱ Ἀγγλογάλλοι, πλῆθος πολύ, καβαλαρία, Δραγῶνοι τοὺς λέγανε, καὶ φαντάροι, ποὺ φοροῦσαν κάτι πουτούρια*, καὶ τοὺς λέγανε Ζουάβους· κι ἄλλοι μὲ κατακόκκινες γιακέτες, κάτι φοβεροί, θεόρατοι, ἄνδρες ὣς κεῖ πάνω, μὲ ἄντζες γυμνές, ποὺ φοροῦσαν κάτι σὰ φουστανέλες· κ᾽ ἔβγαιναν κατὰ τὴν πλατέα, κ᾽ ἐφοβέριζαν τὸν Ὄθωνα. Κι ὅσο τὸν ἐφοβέριζαν οἱ Ἀγγλογάλλοι, τόσο τὸν ἀγαποῦσε ὁ λαός. Κι ὁ βασιλιὰς ἐπονοῦσε τὸν λαό, κ᾽ ἐσκορποῦσε ἐλέη καὶ ψυχικὰ πολλὰ ἀπ᾽ τὸ Παλάτι.

Σὰν ἦρθε ἡ χρονιὰ ἐκείνη, ἐμεῖς ἤμαστε πανδρεμένοι τρία χρόνια μπροστά. Ὁ μπαρμπα-Λευθέρης μὲ τὶς καραμέλες μὲ εἶχε καταφέρει. Θὰ ἤμουν δεκαπέντε, ἂς ἤμουν, τὸ πολύ, δεκάξι χρονῶν, ὅταν ἔγινε ἡ στεφάνωση. Ἐκεῖνος θὰ ἦτον παραπάνω ἀπὸ τριάντα.

Τότε, σὰν ἦρθε τὸ κακό, χολεριάσθηκα κ᾽ ἐγώ. Εἶχα γεννήσει ὀλίγους μῆνες μπροστὰ τὴν μοναχοκόρη, τὴν Κατίγκω μου, αὐτὴ ποὺ βλέπεις. Σὰν μ᾽ ἔπιασαν οἱ ἐμετοί, καὶ τ᾽ ἄλλα τὰ συπτώματα, Θεὸς νὰ φυλάῃ ―μακριὰ ἀπὸ σᾶς― ὁ Λευθέρης, αὐτὸς ποὺ βλέπεις, μ᾽ ἀπαράτησε κ᾽ ἔγινε ἄφαντος. Πέρασαν πολλὲς ὧρες καὶ δὲν ἐφάνη. Ὁ ἀδερφός μου ὁ Θύμιος, κι αὐτός, οὔτε θέλησε νὰ μὲ ζυγώσῃ.

Ἐκαθόμουν στὴν ἐνορία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σ᾽ ἕνα στενὸ σοκάκι, στὴν Ἀκρόπολη ἀποκάτω. Εἶχα τὸ παιδὶ στὴν κούνια, κ᾽ ἔκλαιε. Ἐγὼ ὑπόφερνα ἀπ᾽ τοὺς πόνους τῆς ἀρρώστιας, κ᾽ ἐδίψαγα φοβερά. Ἐφώναζα νά ᾽ρθῃ κανένας. Ἐζητοῦσα ἕνα ποτήρι νερὸ γιὰ ἔλεος. Κανένας δὲν ἤρχετο. Οἱ γειτόνισσες, ἄλλες εἶχαν φύγει, μὲ τὴν ὥρα τους, στὴν ἐξοχή, κι ἄλλες ἔκαναν τὸν κουφὸ καὶ δὲν ἄκουαν.[...]

There are no comments for this item.

Log in to your account to post a comment.