Normal view MARC view ISBD view

Οι κλούβες : χρονικό της κατοχής / Ζήσης Σκάρος.

By: Σκάρος, Ζήσης, 1917-1997 [Author].
Material type: TextTextSeries: Νεοελληνική λογοτεχνία · 226.Publisher: Αθήνα: Εστία, 1978Description: 169 σ. · 21 εκ.Subject(s): Νεοελληνική λογοτεχνία -- Ιστορικό μυθιστόρημαDDC classification: 889.3 Other classification: Μ/(ΕΛΛ)/ΣΚΑ Summary: Πρωί. Τέτοιαν ώρα, άλλες μέρες, οι γυναίκες έβρισκαν το συνεργείο να δουλεύει στην κοιλάδα. Με την αγωνία να δουν τους δικούς τους δεν είχαν προσέξει ποτέ πόσο όμορφα εξακολουθούσε να ανατέλνει ο ήλιος και να κλώθει τις αργυρόχρυσες αχτίδες του ανάμεσα στα πεύκα. Είδε, τώρα, μερικές τέτοιες αχτίδες να σπάζουν πάνω στις ανοιξιάτικες δροσοσταλίδες μιας μυρτιάς η Χριστίνα κι αναστέναξε. Κάποτε, όταν με το Ρούσο έτρεχε ξένοιαστη στ' απλόχωρα λιβάδια της πατρίδας της, οι μικρές τούτες στάλες της έδιναν μια ιδέα για το πώς θα 'ναι τα πολύτιμα πετράδια κι ένα σωρό άλλα όμοια μικροπράματα, που άκουγε στα παραμύθια και της αναστάτωναν τη νεανική της ψυχή. Ο δρόμος που άνοιγαν οι κρατούμενοι, ως την κεντρική δημοσιά, ήταν έρημος. Στην αρχή οι γυναίκες είχαν σταματήσει, όπως πάντα, πιο πέρα, στις ελιές. Μα όσο προχωρούσαν ξεμυτίζοντας μια - μια και δεν έβλεπαν κανέναν, πλησίασαν. Στάθηκαν λίγο προσμένοντας κι επειδή το συνεργείο αργούσε, αποφάσισαν να συνεχίσουν, μήπως τ' απαντήσουν πιο κάτω. Μπήκαν σ' ένα χαντάκι και ξεκίνησαν. Διάβηκαν τις αγριομυγδαλιές που ήταν από δω κι από κει άκρη - άκρη στ' ανάχωμα κι όταν κοντεύανε να φτάσουν στο ξέφωτο, φώναξε η πρώτη: - Πέστε κάτω, το στρατόπεδο! [...]
Tags from this library: No tags from this library for this title. Log in to add tags.
    Average rating: 0.0 (0 votes)
Item type Current location Call number Copy number Status Barcode
Books Books Δημοτική Βιβλιοθήκη Ζωγράφου
Κεντρική Βιβλιοθήκη
889.3/ΣΚΑ (Browse shelf) 1 Available 4299

Πρωί. Τέτοιαν ώρα, άλλες μέρες, οι γυναίκες έβρισκαν το συνεργείο να δουλεύει στην κοιλάδα. Με την αγωνία να δουν τους δικούς τους δεν είχαν προσέξει ποτέ πόσο όμορφα εξακολουθούσε να ανατέλνει ο ήλιος και να κλώθει τις αργυρόχρυσες αχτίδες του ανάμεσα στα πεύκα. Είδε, τώρα, μερικές τέτοιες αχτίδες να σπάζουν πάνω στις ανοιξιάτικες δροσοσταλίδες μιας μυρτιάς η Χριστίνα κι αναστέναξε. Κάποτε, όταν με το Ρούσο έτρεχε ξένοιαστη στ' απλόχωρα λιβάδια της πατρίδας της, οι μικρές τούτες στάλες της έδιναν μια ιδέα για το πώς θα 'ναι τα πολύτιμα πετράδια κι ένα σωρό άλλα όμοια μικροπράματα, που άκουγε στα παραμύθια και της αναστάτωναν τη νεανική της ψυχή.
Ο δρόμος που άνοιγαν οι κρατούμενοι, ως την κεντρική δημοσιά, ήταν έρημος. Στην αρχή οι γυναίκες είχαν σταματήσει, όπως πάντα, πιο πέρα, στις ελιές. Μα όσο προχωρούσαν ξεμυτίζοντας μια - μια και δεν έβλεπαν κανέναν, πλησίασαν. Στάθηκαν λίγο προσμένοντας κι επειδή το συνεργείο αργούσε, αποφάσισαν να συνεχίσουν, μήπως τ' απαντήσουν πιο κάτω. Μπήκαν σ' ένα χαντάκι και ξεκίνησαν. Διάβηκαν τις αγριομυγδαλιές που ήταν από δω κι από κει άκρη - άκρη στ' ανάχωμα κι όταν κοντεύανε να φτάσουν στο ξέφωτο, φώναξε η πρώτη:
- Πέστε κάτω, το στρατόπεδο! [...]

There are no comments for this item.

Log in to your account to post a comment.