Normal view MARC view ISBD view

Ανυπεράσπιστοι : διηγήματα / Δημήτρης Χατζής.

By: Χατζής, Δημήτρης, 1913-1981 [Author].
Contributor(s): Βαλαβανίδης, Γιάννης, 1939-2017 [Cover designer].
Material type: TextTextPublisher: Αθήνα: Καστανιώτης, 1979Description: 174 σ. · 21 εκ.Subject(s): Νεοελληνική λογοτεχνία -- ΔιήγημαDDC classification: 889.3 Summary: Στο τέλος τούς το κλείσανε το μικρό τους "Χαρτοπωλείον ο πάπυρος", τούς το βγάλανε στο σφυρί, και το σπίτι το πήραν. Δεν έμεινε τίποτα. Τότε πια, υστέρα από την καταστροφή, συγγενείς και φίλοι πέσαν με τα μούτρα να του βρούνε μια θέση, κάποια δουλειά, να μην πεθάνουν της πείνας τα δύο γερόντια. Έτσι γίνηκε και σε λίγο ο Παντελής διορίστηκε φύλαξ των αρχαιοτήτων κ' επιστάτης του μουσείου της πόλης τους. Το μοναδικό τους παιδί, μια κόρη τους, παντρεμένη πια και φευγάτη από κει, βοήθησε λίγο τον καιρό της αγωνίας - όσο μπορούσε, δεν είχαν παράπονο. Τώρα ησύχασε κι αυτή πού βολεύτηκαν. Βολεύτηκαν - στριμώχτηκαν οι δύο τους στη χαμοκέλα πού νοίκιασαν. Θα ζούσανε πια με το μικρό μιστό του επιστάτη και φύλακα του μουσείου. Όλα τα χρόνια της αγωνίας η Μαριάννα δεν είπε τίποτα, δεν παραπονιόταν, δεν έκλαιγε, δεν φαινότανε να την φοβάται την καταστροφή πού αναπόφευκτα ερχόταν. Είταν ήμερη, γαλήνια - έμεινε έτσι και τώρα. Αυτός - δεν το μπόρεσε να προσαρμοστεί μετά τον Πόλεμο, έδειξε ύστερα μεγάλη δραστηριότητα. Πάσκισε πάρα πολύ για το μαγαζί, για το σπίτι - κάτι να σώσει, να μην τούς πάρει ολότελα το ποτάμι. Τούς πήρε. Και μόνο τότε, σαν ήρθε το τέλος, το δέχτηκε πια με τη γαλήνη της Μαριάννας κι αυτός, σα να το 'θελε, να το περίμενε πια - μια γαλήνη πού πήγε μέσα για μέσα στα κουρασμένα του κόκαλα. [. . .]
Tags from this library: No tags from this library for this title. Log in to add tags.
    Average rating: 0.0 (0 votes)
Item type Current location Call number Copy number Status Barcode
Books Books Δημοτική Βιβλιοθήκη Ζωγράφου
Κεντρική Βιβλιοθήκη
889.3/ΧΑΤ (Browse shelf) 1 Available 4380

Στο τέλος τούς το κλείσανε το μικρό τους "Χαρτοπωλείον ο πάπυρος", τούς το βγάλανε στο σφυρί, και το σπίτι το πήραν. Δεν έμεινε τίποτα. Τότε πια, υστέρα από την καταστροφή, συγγενείς και φίλοι πέσαν με τα μούτρα να του βρούνε μια θέση, κάποια δουλειά, να μην πεθάνουν της πείνας τα δύο γερόντια. Έτσι γίνηκε και σε λίγο ο Παντελής διορίστηκε φύλαξ των αρχαιοτήτων κ' επιστάτης του μουσείου της πόλης τους. Το μοναδικό τους παιδί, μια κόρη τους, παντρεμένη πια και φευγάτη από κει, βοήθησε λίγο τον καιρό της αγωνίας - όσο μπορούσε, δεν είχαν παράπονο. Τώρα ησύχασε κι αυτή πού βολεύτηκαν.
Βολεύτηκαν - στριμώχτηκαν οι δύο τους στη χαμοκέλα πού νοίκιασαν. Θα ζούσανε πια με το μικρό μιστό του επιστάτη και φύλακα του μουσείου. Όλα τα χρόνια της αγωνίας η Μαριάννα δεν είπε τίποτα, δεν παραπονιόταν, δεν έκλαιγε, δεν φαινότανε να την φοβάται την καταστροφή πού αναπόφευκτα ερχόταν. Είταν ήμερη, γαλήνια - έμεινε έτσι και τώρα. Αυτός - δεν το μπόρεσε να προσαρμοστεί μετά τον Πόλεμο, έδειξε ύστερα μεγάλη δραστηριότητα. Πάσκισε πάρα πολύ για το μαγαζί, για το σπίτι - κάτι να σώσει, να μην τούς πάρει ολότελα το ποτάμι. Τούς πήρε. Και μόνο τότε, σαν ήρθε το τέλος, το δέχτηκε πια με τη γαλήνη της Μαριάννας κι αυτός, σα να το 'θελε, να το περίμενε πια - μια γαλήνη πού πήγε μέσα για μέσα στα κουρασμένα του κόκαλα. [. . .]

There are no comments for this item.

Log in to your account to post a comment.