Normal view MARC view ISBD view

Μπλε φόρεμα στη θάλασσα / Ελένη Ψαρρού.

By: Ψαρρού, Ελένη, 19-- [Author].
Material type: TextTextPublisher: Αθήνα: Μοντέρνοι Καιροί, c2008Description: 149 σ. · 21 εκ.ISBN: 9789604419555.Subject(s): Νεοελληνική λογοτεχνία -- ΜυθιστόρημαDDC classification: 889.3 Other classification: Μ/(ΕΛΛ)/ΨΑΡ Summary: Τα μεσάνυχτα με βρήκαν οι στρατιώτες ξυλιασμένη μες στη βάρκα. Με οδήγησαν στο σαλόνι που ήταν γεμάτο με αξιωματικούς. Ο Φρέντερικ μου πρόσφερε ποτό και με σύστησε στους άλλους αξιωματικούς. Στη συνέχεια με έγδυσε μπροστά τους. Προσευχόμουν όταν όλοι έβγαζαν επιφωνήματα θαυμασμού και χτυπούσαν παλαμάκια. Ο Φρέντερικ περιέλουσε με κρασί το γυμνό μου σώμα και τότε άρχισαν όλοι να με γλείφουν. Ξαφνικά ακούστηκε ένας φοβερός θόρυβος και όλοι πέσαμε στο πάτωμα. Το πλοίο χτύπησε πάνω σε έναν ύφαλο. Με την αναστάτωση που δημιουργήθηκε κατάφερα να βάλω το μπλε μου φόρεμα και να πέσω στη θάλασσα. Μέσα στα παγωμένα νερά, όμως, μ' έπιασε ένας Γερμανός και άρχισε να με χτυπάει στο πρόσωπο. Μια βάρκα μας περιμάζεψε. Από τη μύτη μου έτρεχε αίμα. Ο Φρέντερικ, μόλις με είδε, με χαστούκισε δυνατά και μετά διέταξε να με κλειδώσουν στην κουκέτα. Με κοίταζε με τα γερακίσια, λάγνα μάτια του. Ήταν κατακόκκινος. Φοβήθηκα. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τι θα πει κόλαση. Η απόγνωση όπλισε το χέρι μου. Με το μπουκάλι τον χτύπησα στο κεφάλι. Φόρεσα βιαστικά τη στολή του και το καπέλο του και βούτηξα ξανά στα μαύρα νερά. Πιάστηκα από το σκοινί της άγκυρας ενός καϊκιού. Σκαρφάλωσα στην πλώρη του και γδύθηκα. Από μέσα το μπλε φόρεμα είχε τα χάλια του. Κολύμπησα ως την ακτή. Πιο κάτω συνάντησα δύο πτώματα. Μύριζαν σαπίλα. Πλησίασα, πήρα τα παπούτσια από τη γυναίκα, το μαντίλι και το σάλι της. Ήταν αρχές Οκτωβρίου κι έκανε ψύχρα...
Tags from this library: No tags from this library for this title. Log in to add tags.
    Average rating: 0.0 (0 votes)
Item type Current location Call number Copy number Status Barcode
Books Books Δημοτική Βιβλιοθήκη Ζωγράφου
Κεντρική Βιβλιοθήκη
889.3/ΨΑΡ (Browse shelf) 1 Available 27159

Τα μεσάνυχτα με βρήκαν οι στρατιώτες ξυλιασμένη μες στη βάρκα. Με οδήγησαν στο σαλόνι που ήταν γεμάτο με αξιωματικούς. Ο Φρέντερικ μου πρόσφερε ποτό και με σύστησε στους άλλους αξιωματικούς. Στη συνέχεια με έγδυσε μπροστά τους. Προσευχόμουν όταν όλοι έβγαζαν επιφωνήματα θαυμασμού και χτυπούσαν παλαμάκια. Ο Φρέντερικ περιέλουσε με κρασί το γυμνό μου σώμα και τότε άρχισαν όλοι να με γλείφουν.

Ξαφνικά ακούστηκε ένας φοβερός θόρυβος και όλοι πέσαμε στο πάτωμα. Το πλοίο χτύπησε πάνω σε έναν ύφαλο. Με την αναστάτωση που δημιουργήθηκε κατάφερα να βάλω το μπλε μου φόρεμα και να πέσω στη θάλασσα. Μέσα στα παγωμένα νερά, όμως, μ' έπιασε ένας Γερμανός και άρχισε να με χτυπάει στο πρόσωπο.

Μια βάρκα μας περιμάζεψε. Από τη μύτη μου έτρεχε αίμα. Ο Φρέντερικ, μόλις με είδε, με χαστούκισε δυνατά και μετά διέταξε να με κλειδώσουν στην κουκέτα. Με κοίταζε με τα γερακίσια, λάγνα μάτια του. Ήταν κατακόκκινος. Φοβήθηκα. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τι θα πει κόλαση. Η απόγνωση όπλισε το χέρι μου. Με το μπουκάλι τον χτύπησα στο κεφάλι. Φόρεσα βιαστικά τη στολή του και το καπέλο του και βούτηξα ξανά στα μαύρα νερά. Πιάστηκα από το σκοινί της άγκυρας ενός καϊκιού. Σκαρφάλωσα στην πλώρη του και γδύθηκα. Από μέσα το μπλε φόρεμα είχε τα χάλια του. Κολύμπησα ως την ακτή. Πιο κάτω συνάντησα δύο πτώματα. Μύριζαν σαπίλα. Πλησίασα, πήρα τα παπούτσια από τη γυναίκα, το μαντίλι και το σάλι της. Ήταν αρχές Οκτωβρίου κι έκανε ψύχρα...

There are no comments for this item.

Log in to your account to post a comment.