Ο Κονταρομάχος : Κώστας Βάρναλης / Μενέλαος Λουντέμης.
By: Λουντέμης, Μενέλαος [Author].
Material type: TextPublisher: Αθήνα: Δωρικός, 1976Description: 188 σ. · 21 εκ.Subject(s): Βάρναλης, Κώστας, 1883-1974 | Νεοελληνική λογοτεχνία -- Μυθιστορηματική βιογραφίαDDC classification: 889.3 Summary: [...] Μια μέρα πέρασα να τον δω απ’ την εφημερίδα. Ήταν όμως κάπως αργά και κείνη την ώρα κατέβαινε. Ήταν φορτωμένος με καμιά εικοσαριά τόμους ποιητικές συλλογές. Στην πραγματικότητα ήταν όλες δοκιμές, εξορμήσεις νέων στιχουργών, νεοσσών. Τ’ άφησε στο περβάζι του παραθυριού ενός άγνωστου σπιτιού κι έπεσε στην αγκαλιά μου. Στο δεξί του χέρι κρατούσε πάντα το αιώνιο σακάκι του. Μεσημεράκι. Ο ήλιος έκαιε. — Ζεματάει, μου λέει. Δεν πάμε για κανένα κατοσταράκι να δροσιστούμε; Ο Καζαντζάκης —που ωστόσο δεν έπινε— θα τόλεγε να «δροσέψουμε». Ο Κοτζιούλας πάλι το ‘λεγε «θαραπαή». — Και δεν πάμε; του λέω. Αλλά δώσ’ μου πρώτα το μισό σου βάρος. Τ’ ανακάλυψε ξαφνικά και… αποφάσισε να θυμώσει. Και —πώς τα κατάφερε;— θύμωσε για καλά. — Συλλογή «Συλλογών» κάνεις; τον ρώτησα. — Τι θ’ απογίνω εγώ μ’ αυτούς τους… φορτοεκφορτωτές της ποίησης μπορείς να μου πεις; Δεν αδειάζω ούτε να γράψω ούτε να πιω ένα ποτήρι. Να ‘στελναν τουλάχιστον τα βιβλία τους στο σπίτι. Θα γλίτωνα τη μεταφορά. Αλλά αυτοί τα στέλνουν στην εφημερίδα. — Δεν ξέρεις… του λέω. Δεν πρέπει να τους ξεμπροστιάζεις έτσι αναπολόγητους. Μπορεί ανάμεσα σ’ αυτούς νά ‘ναι και καμιά μεγάλη δόξα. — Να μου επιτρέψεις ν’ αμφιβάλλω. Για κοίτα… Μου ‘δειξε τη στοίβα των βιβλίων. Μπορείς να ξεφυλλίσεις κανέναν απ’ αυτούς τους φρόνιμους τόμους των στίχων; (Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί τούς έλεγε «φρόνιμους».) Ξεφύλλα… Και θα δεις. — Ε, τι είναι; — Δεν τους βλέπεις; Όγκοι άσπρου χαρτιού με ελαφρά ίχνη τυπογραφικών στοιχείων. Τι να τους πεις τώρα! Τι πρεμούρα είν’ αυτή, βρε παιδί; Δε σου λέω; Και μεις «μεγαλοφυΐες» ήμασταν στην ηλικία τους, άλλα είχαμε και λιγάκι υπομονή. Αυτοί μόλις σκαρώσουν κάνα-δυό τετράστιχα τρέχουν να τα τυπώσουν για να μην τύχει και χάσουν το βαπόρι της αθανασίας. Χμ. Δεν ξέρουν ότι το βαπόρι σαλπάρει μετά θάνατον. Ο ποιητής, αγαπητέ… Ο ποιητής… Αλλά δε σου λέω. Εσύ καμιά μέρα μπορείς να τα γράψεις όλα αυτά και να με κάνεις ρεζίλι. — Εγώ; — Ναι! ναι… Σε ξέρω. Δηλαδή τι σε ξέρω; Ξέρω τον εαυτό μου.[...]Item type | Current location | Call number | Copy number | Status | Barcode |
---|---|---|---|---|---|
Books | Δημοτική Βιβλιοθήκη Ζωγράφου Διαφύλαξη | 889.3/ΛΟΥ (Browse shelf) | 1 | Available | 4057 |
[...]
Μια μέρα πέρασα να τον δω απ’ την εφημερίδα. Ήταν όμως κάπως αργά και κείνη την ώρα κατέβαινε. Ήταν φορτωμένος με καμιά εικοσαριά τόμους ποιητικές συλλογές. Στην πραγματικότητα ήταν όλες δοκιμές, εξορμήσεις νέων στιχουργών, νεοσσών. Τ’ άφησε στο περβάζι του παραθυριού ενός άγνωστου σπιτιού κι έπεσε στην αγκαλιά μου. Στο δεξί του χέρι κρατούσε πάντα το αιώνιο σακάκι του. Μεσημεράκι. Ο ήλιος έκαιε.
— Ζεματάει, μου λέει. Δεν πάμε για κανένα κατοσταράκι να δροσιστούμε;
Ο Καζαντζάκης —που ωστόσο δεν έπινε— θα τόλεγε να «δροσέψουμε». Ο Κοτζιούλας πάλι το ‘λεγε «θαραπαή».
— Και δεν πάμε; του λέω. Αλλά δώσ’ μου πρώτα το μισό σου βάρος.
Τ’ ανακάλυψε ξαφνικά και… αποφάσισε να θυμώσει. Και —πώς τα κατάφερε;— θύμωσε για καλά.
— Συλλογή «Συλλογών» κάνεις; τον ρώτησα.
— Τι θ’ απογίνω εγώ μ’ αυτούς τους… φορτοεκφορτωτές της ποίησης μπορείς να μου πεις; Δεν αδειάζω ούτε να γράψω ούτε να πιω ένα ποτήρι. Να ‘στελναν τουλάχιστον τα βιβλία τους στο σπίτι. Θα γλίτωνα τη μεταφορά. Αλλά αυτοί τα στέλνουν στην εφημερίδα.
— Δεν ξέρεις… του λέω. Δεν πρέπει να τους ξεμπροστιάζεις έτσι αναπολόγητους. Μπορεί ανάμεσα σ’ αυτούς νά ‘ναι και καμιά μεγάλη δόξα.
— Να μου επιτρέψεις ν’ αμφιβάλλω. Για κοίτα… Μου ‘δειξε τη στοίβα των βιβλίων. Μπορείς να ξεφυλλίσεις κανέναν απ’ αυτούς τους φρόνιμους τόμους των στίχων; (Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί τούς έλεγε «φρόνιμους».) Ξεφύλλα… Και θα δεις.
— Ε, τι είναι;
— Δεν τους βλέπεις; Όγκοι άσπρου χαρτιού με ελαφρά ίχνη τυπογραφικών στοιχείων. Τι να τους πεις τώρα! Τι πρεμούρα είν’ αυτή, βρε παιδί; Δε σου λέω; Και μεις «μεγαλοφυΐες» ήμασταν στην ηλικία τους, άλλα είχαμε και λιγάκι υπομονή. Αυτοί μόλις σκαρώσουν κάνα-δυό τετράστιχα τρέχουν να τα τυπώσουν για να μην τύχει και χάσουν το βαπόρι της αθανασίας. Χμ. Δεν ξέρουν ότι το βαπόρι σαλπάρει μετά θάνατον. Ο ποιητής, αγαπητέ… Ο ποιητής… Αλλά δε σου λέω. Εσύ καμιά μέρα μπορείς να τα γράψεις όλα αυτά και να με κάνεις ρεζίλι.
— Εγώ;
— Ναι! ναι… Σε ξέρω. Δηλαδή τι σε ξέρω; Ξέρω τον εαυτό μου.[...]
There are no comments for this item.